ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΤΩΝ ΟΡΧΕΩΝ
ΓΕΝΙΚΑ
Επιδημιολογία
Ο καρκίνος των όρχεων είναι ο πιο συχνός καρκίνος σε άνδρες ηλικίας 20 με 45 έτών. Εϊναι σπάνιος κάτω από τα 15 και πάνω από τα 60 έτη. Αποτελεί το 1 με 2% όλων των ανδρικών καρκίνων ενώ ο κίνδυνος ανάπτυξης κακρίνου για ένα άνδρα είναι 1 στα 500. Αποτελεί έναν από τους πιο θεραπεύσιμους καρκίνους.
Παράγοντες κινδύνου καρκίνου των όρχεων
Παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου των όρχεων θεωρούνται:
Ηλικία. Συνήθως αφορά άτομα ηλικίας 20 με 45 ετών.
Φυλή. Οι καυκάσιοι έχουν 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο από τους μαύρους.
Ετερόπλευρος καρκίνος
Κρυψορχία. Το 10% των περιπτώσεων εμφανίζεται σε ασθενείς με ιστορικό κρυψορχίας
Υπογονιμότητα
Σύνδρομο Kleinefelter
Θετικό οικογενειακό ιστορικό
ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Συμπτώματα καρκίνου των όρχεων
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο καρκίνς εμφανίζεται ως ένα μόρφωμα οσχέου συνήθως ανώδυνο. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που παρατηρείται καθυστέρηση στην διάγνωση λόγω φόβου ή και άγνοιας του ασθενούς για το τι σημαίνει η παρουσία ενός μορφώματος στον όρχι.
Κλινική εξέταση καρκίνου των όρχεων
Στην κλινική εξέταση ο καρκίνος εμφανίζεται ως μια σκληρό, ανώδυνο, μη καλώς αφοριζόμενο μόρφωμα στον όρχι. Στην κλινική εξέταση θα πρέπει να εξετασθεί η επιδιδυμίδα, ο σπερματικός τόνος καθώς και το δέρμα του οσχέου που μπορεί να είναι διηθημένο στο 10 με 15% των περιπτώσεων.
Διαφορική διάγνωση
Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει την συστροφή, την επιδιδυμο-ορχίτιδα, την υδροκήλη, την κύστη επιδιδυμίδας, την κήλη ή το αιμάτωμα.
Εξετάσεις
Υπερηχοτομογραφία. Η υπερηχος οσχέου ουσιαστικά αποτελεί μια προέκταση της κλινκής εξέτασης και επιβεβαιώνει την παρουσία μιας μάζας στον όρχι ενώ τα υπερηχοτομογραφικά χαρακτηριστικά του θα θέσουν την υπόνοια για καρκίνο.
Αξονική άνω κάτω κοιλίας και θώρακος. Γίνεται για την σταδιοποίηση και ουσιαστικά των αποκλεισμό συστηματικών μεταστάσεων
Καρκινικοί δείκτες. Είναι απαραίτητη η εκτίμηση των καρκινικών δεικτών πριν το χειρουργείο
Oι καρκίνοι από γεννητικά κύτταρα παράγουν και εκκρίνουν στην κυκλοφορία σχετικώς ειδικές και μετρήσιμες πρωτείνες οι οποίες είναι χρήσιμες στην διάγνωση, σταδιοποίηση, καθορισμό της πρόγνωσης καθώς και εκτίμηση της απάντησης στην θεραπεία.
αFP. Εκκρίνεται από τα τροφοβλαστικά στοιχεία στο 50-70% των τερατωμάτων καθώς και από τους καρκίνους του λεκιθικού ασκού. Σε σχέση με τα σεμινώματα, η παρουσία αυξημένηςaFPυποδεικνύει την παρουσία μη σεμινωματωδών στοιχείων. Ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι 3 με 5 ημέρες.
hCG. Εκκρίνεται κυρίως στα μη σεμινώματα, όπως το χοριοκαρκίνωμα (100%) και το τεράτωμα (40%) ενώ εκκρίνεται και από το 10% των σεμινωμάτων. Ο χρόνος ημίσειας ζωής είναι 24 με 36 ώρες.
LDH. Είναι ένα ένζυμο που αυξάνεται σε πολλές περιπτώσεις άρα δεν είναι ειδικό. Αυξάνεται στο 10-20% των σεμινωμάτων και σχετίζεται κυρίως με το μέγεθος του όγκου.
Οι καρκινικοί δείκτες καθορίζονται κατά την στιγμή της παρουσίασης, 1 με 2 εβδομάδες μετά την ορχεκτομή και κατά την διάρκεια της παρακολούθησης μετά την θεραπεία. Φυσιολογικοί δείκτες πριν την ορχεκτομή δεν αποκλείουν μεταστατική νόσο και επαναφορά στα φυσιολογικά επίπεδα των δεικτών μετά την ορχεκτομή δεν ισοδυναμεί απαραίτητα με απουσία νόσου. Παραμονή υψηλών επιπέδων των δεικτών μετά την ορχεκτομή συνήθως σημαίνει μεταστατική νόσο.
ΣΤΑΔΙΟΠΟΙΗΣΗ
Παθολογοανατομικά στοιχεία και σταδιοποίηση
To 90% των καρκίνων του όρχεως είναι προέρχονται από κακοήθη γεννητικά κύτταρα και διαχωρίζονται σε σεμινώματώδη και μη σεμινωματώδη. Τα σεμινωματώδη είναι τα πιο συνηθισμένα. Αμφοτερόπλευρος καρκίνος εμφανίζεται στο 2% των περιπτώσεων. Αιματογενής μεταστάσεις μπορεί να εμφανιστούν στους πνεύμονες, στο ήπαρ και στα οστά. Η σταδιοποίηση καθορίζεται από την εξάπλωση της νόσου στον όρχι, στους λεμφαδένες και σε απομακρυσμένα όργανα.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ
Θεραπεία
Η ορχεκτομή δηλαδή η αφαίρεση του όρχεως των χιτώνων και του σπερματικού τόνου είναι το πρώτο βήμα της θεραπείας. Ακολουθεί η ανατομοπαθολογική εξέταση και ταξινόμηση και η σταδιοποίηση της νόσου από τα αποτελέσματα της οποίας θα καθοριστεί η ανάγκη ή όχι για περαιτέρω θεραπεία.
Σε περίπτωση μη μεταστατικού μη σεμινωματώδους καρκίνου, η συμπληρωματική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει είτε παρακολούθηση είτε επικουρική χημειοθεραπεία είτε οπισθοπεριτοναικό λεμφαδενικό καθαρισμό. Το είδος της συμπληρωματικής θεραπεία θα εξαρτηθεί από κάποιους παράγοντες κινδύνου που εκτιμούνται κατά την διάγνωση.
Η συμπληρωματική θεραπεία σε περίπτωση μη μεταστατικού σεμινώματος η συμπληρωματική θεραπεία περιλαμβάνει την παρακολούθηση, την ακτινοβολία ή την επικουρική χημειοθεραπεία. Και σε αυτήν την περίπτωση η επιλογή της παρακολούθησης ή της χημειοθεραπείας θα εξαρτηθεί από την παρουσία κάποιων παραγόντων κινδύνου.
Σε περίπτωση μεταστατικού μη σεμινώματος, επιβάλλεται η χορήγηση συμπληρωματικής χημειοθεραπείας 3 ή 4 κύκλων και οπισθοπεριτοναικός λεμφαδενικός καθαρισμός σε περίπτωση που έχουμε υπολειπόμενη μάζα μετά την χημειοθεραπεία.
Σε περίπτωση μεταστατικού σεμινώματος η συμπληρωματική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει την ακτινοβολία ή την χημειοθεραπεία. Σε περίπτωση υπολειπόμενης μάζας μετά την χημειοθεραπεία η περεταίρω θεραπεία θα εξαρτηθεί από το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά της μάζας.